Home > Όροι > Filipino (TL) > dupel

dupel

Ang isang malaking silindrikal na bag ng mabibigat na tela para sa pagdala ng mga personal na ari-arian.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Luggage & bags
  • Category: Handbags
  • Company: Gucci
  • Προϊόν: New Bamboo
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

tobbly
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices

paminton

spice (ground) Description: Powdered seasoning made from a variety of tropical chiles, including red cayenne peppers. It is very hot and spicy, so use ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Serbian Monuments

Κατηγορία: Arts   2 19 Όροι

Shakespeare's Vocabulary

Κατηγορία: Λογοτεχνία   6 20 Όροι

Browers Terms By Category